- σκοτοδινιώ
- σκοτοδινιῶ, -άω, ΝΑ [σκοτοδινία.]κυριεύομαι από σκοτοδίνη, χάνω το φως μου, ζαλίζομαι («ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος καὶ σκοτοδινιῶ», Αριστοφ.)αρχ.μτφ. ταράζομαι, εκπλήσσομαι, χάνω τον νου μου («ὑπερφυῶς ὡς θαυμάζω τίποτ' ἐστὶ ταῡτα, καὶ ἐνίοτε ὡς ἀληθῶς βλέπων εἰς αὐτὰ σκοτοδινιῶ», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.