σκοτοδινιώ

σκοτοδινιώ
σκοτοδινιῶ, -άω, ΝΑ [σκοτοδινία.]
κυριεύομαι από σκοτοδίνη, χάνω το φως μου, ζαλίζομαι («ἰλιγγιῶ κάρα λίθῳ πεπληγμένος καὶ σκοτοδινιῶ», Αριστοφ.)
αρχ.
μτφ. ταράζομαι, εκπλήσσομαι, χάνω τον νου μου («ὑπερφυῶς ὡς θαυμάζω τίποτ' ἐστὶ ταῡτα, καὶ ἐνίοτε ὡς ἀληθῶς βλέπων εἰς αὐτὰ σκοτοδινιῶ», Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκοτοδινιῶ — σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω suffer from dizziness pres imperat mp 2nd sg σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω suffer from dizziness pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σκοτοδῑνιῶ , σκοτοδινιάω suffer from dizziness pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτοδινίαση — η / σκοτοδινίασις, άσεως, ΝΑ [σκοτοδινιῶ] σκοτοδινία, σκοτοδίνη …   Dictionary of Greek

  • σκοτοδινώ — έω, Α [σκοτόδινος] σκοτοδινιώ («ἀλλὰ κατὰ κρημνῶν ὠθούμην ἂν ἐπὶ κεφαλῆς σκοτοδινήσας», ΨΛουκ.) …   Dictionary of Greek

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”